Παραμ-ιθάκη
Η ιστορία ξεκινά σε μια πόλη που αλλάζει πρόσωπα πιο γρήγορα απ' όσο ανατέλλει ο ήλιος. Εκεί εμφανίζεται ένας άντρας δίχως σταθερή μορφή, ένας χαμαιλέοντας της εξουσίας που έμαθε από νωρίς πως ο κόσμος δεν συγχωρεί την αδυναμία. Η περπατησιά του θύμιζε κάποιον που σταθμίζει διαρκώς τις σκιές γύρω του, όχι για να τις αποφύγει, αλλά για να τις υιοθετήσει. Θα μπορούσε να είναι ο νέος κύριος Ρίπλεϋ, γιατί όπως κι εκείνος δεν είχε ταυτότητα καταγωγής· μόνο μια αστείρευτη ικανότητα να κλέβει τις φωνές, τα βλέμματα, τα ήθη των άλλων μέχρι να μοιάζουν δικά του.
Δεν είχε την ωμή, ξεγυμνωμένη έπαρση ενός Τραμπ, μα μέσα του φώλιαζε η ίδια σχολή επιβίωσης. Κάποιος ψιθύριζε πως είχε μελετήσει τις τρεις εντολές του Ρόι Κον σαν να ήταν ευαγγέλιο για όσους θεωρούν την πολιτική ένα αιώνιο παιχνίδι επιβίωσης: επίθεση μέχρι να σβήσει ο αντίπαλος, άρνηση μέχρι να καμφθεί η πραγματικότητα, δήλωση νίκης ακόμα και όταν τα χαρτιά έχουν ήδη γραμμένη την ήττα. Κι εκείνος, κρατώντας στα χέρια του ένα βιβλίο που έμοιαζε με απολογία αλλά στην ουσία ήταν νέος οδηγός αυταπάτης, χτίζει την αφήγηση της αήττητης περσόνας του.
Στις συσκέψεις και στα σκοτεινά δωμάτια της εξουσίας εμφανιζόταν πάντα σαν κάποιος που κατανοεί, συμπονεί, αφουγκράζεται. Όμως, την ώρα της πράξης, μεταμορφωνόταν στον κυνικό μαθητή της σχολής Κον: χτυπούσε πάντα πρώτος, απαρνιόταν τα πάντα με την άνεση ηθοποιού που παίζει τη ζωή του σε μονόπρακτο και έλεγε πως θριάμβευσε ακόμη κι όταν το ίδιο το κοινό τον είχε γιουχάρει. Το παράξενο ήταν πως κάθε φορά το πλήθος τον πίστευε ξανά. Ίσως γιατί είχε ανάγκη να πιστέψει, όχι γιατί εκείνος άξιζε την πίστη του.
Η πονηριά του δεν ήταν απαραίτητα η πονηριά του διαβόλου· ήταν περισσότερο η επιβίωση ενός ανθρώπου που κέρδιζε δύναμη μόνο όταν φορούσε το δέρμα κάποιου άλλου. Πότε του επαναστάτη, πότε του αντισυστημικού, πότε του μεσσιανικού σωτήρα. Και κάθε φορά που ένα από αυτά τα πρόσωπα γερνούσε, το πετούσε σαν παλιό κουστούμι και φόραγε το επόμενο με την ίδια δροσιά που άλλοι φορούν το ανοιξιάτικο παλτό τους.
Κι έτσι η ιστορία επαναλαμβανόταν. Ο λαός, πάντοτε διψασμένος για ελπίδα, τον ακολουθούσε όπως ο ταξιδιώτης του μύθου ακολουθεί τη λάμπα στο βάθος του δάσους. Ονειρευόταν πως αυτή τη φορά ο οδηγός του θα ήταν πραγματικός, πως αυτή τη φορά το μονοπάτι θα οδηγούσε κάπου καλύτερα. Μα κάθε αυγή έβρισκε το ίδιο τέλος: άλλος ένας χάρτινος μεσσίας, άλλη μια διάψευση, άλλη μια προδομένη προσδοκία που μάζευε σκόνη δίπλα στις προηγούμενες.
Και ο λαός, πάντα πλανεμένος, ξανάπιανε το ίδιο όνειρο από την αρχή. Γιατί όσο υπάρχει ανάγκη για σωτήρες, θα υπάρχουν και εκείνοι που τρέφονται από την ανάγκη αυτή. Και όσο θα υπάρχει πλήθος που αποζητά θαύματα, τόσο κάποιος χωρίς ταυτότητα θα βρίσκει τρόπο να τους τα πουλά ως αλήθεια.
Κ. Καραγιάννης

