Ένοικοι στην πολυκατοικία της διαπλοκής
"Οργάνωση Πληρωμών Εξυπηρέτησης Κυκλώματος Εξουσίας, Πάνω από Ελέγχους"
Αυτό που ξετυλίγεται στην Εξεταστική για τον ΟΠΕΚΕΠΕ δεν είναι πια μια ιστορία για «λάθη» στις επιδοτήσεις. Είναι η αποτύπωση ενός μηχανισμού εξουσίας πάνω σε δημόσιο και ευρωπαϊκό χρήμα, όπως αυτός περιγράφεται μέσα από τις καταθέσεις καίριων μαρτύρων. Και όσο περισσότερο μιλάνε οι μάρτυρες, τόσο λιγότερο στέκει η γραμμή ότι πρόκειται απλώς για μεμονωμένες υπερβολές κάποιων υπαλλήλων. Αντίθετα, αναδύεται η εικόνα ενός παραθεσμικού κέντρου πληρωμών, που λειτουργούσε παράλληλα με τον κανονικό Οργανισμό Πληρωμών, επηρέαζε ποιος θα πάρει λεφτά και ποιος όχι, και φέρεται να είχε γνώση και πολιτική κάλυψη μέχρι το ανώτατο επίπεδο. Σήμερα μαθαίνουμε για συλλήψεις, για "αρχηγούς", για μπροστινούς. Αργότερα για αποδιοπομπαίους τράγους, σύγχρονες Ιφιγένειες και Ηρακλείδες καθαριστές των στάβλων του Αυγεία που είπε εύστοχα η Λάουρα Κοβέσι. Ας βάλουμε όμως μια πινέζα εδώ. Ας σταθούμε λίγο. Ας εμβαθύνουμε λίγο στα θεμέλια και τους ορόφους αυτού που ονομάζω "πολυκατοκία της διαπλοκής".
Πυρήνας αυτής της αφήγησης είναι η κατάθεση της Παρασκευής Τυχεροπούλου, πρώην προϊσταμένης στη Διεύθυνση Άμεσων Ενισχύσεων και Αγοράς του ΟΠΕΚΕΠΕ. Η Τυχεροπούλου είπε στην Εξεταστική ότι μέσα στον Οργανισμό είχε στηθεί «μαφιοζικό κύκλωμα», όχι μια χαλαρή αταξία. Κατέθεσε ότι υπήρχαν χιλιάδες ΑΦΜ δεσμευμένα λόγω ελέγχων – δηλαδή αγρότες ή «αγρότες» που είχαν μπει σε καθεστώς παγώματος πληρωμών επειδή είτε δεν κατείχαν πραγματικά τις εκτάσεις που δήλωναν είτε δεν διέθεταν το ζωικό κεφάλαιο που δήλωναν. Σύμφωνα με την ίδια, η πίεση που δεχόταν ήταν να αποδεσμευτούν αυτά τα ΑΦΜ και να πληρωθούν, παρότι δεν πληρούσαν τα κριτήρια. Περιέγραψε ότι σε συγκεκριμένες περιπτώσεις – με αιχμή την Κρήτη – εμφανίζονταν πρόσωπα που απαιτούσαν να «ξεκλειδώσουν» τέτοιοι φάκελοι ώστε να πέσουν τα χρήματα. Το πιο χαρακτηριστικό παράδειγμα που έδωσε είναι ο Γιώργος Ξυλούρης, γνωστός ως «Φραπές», για τον οποίο είπε ότι όχι μόνο μπαινόβγαινε στον ΟΠΕΚΕΠΕ και απαιτούσε πληρωμές, αλλά την έπαιρνε και στο σταθερό του σπιτιού της και μιλούσε με τα παιδιά της. Η εικόνα που δίνει είναι ωμή: ένας εξωθεσμικός με πρόσβαση, που απαιτεί δημόσιο χρήμα με προσωπική πίεση προς τη λειτουργό που ελέγχει αν το δικαιούται. Δεν μιλάμε δηλαδή για διοικητική διαφωνία, μιλάμε για κλίμα εκφοβισμού μάρτυρα. Η Τυχεροπούλου δεν σταμάτησε εκεί. Υποστήριξε ότι το πρόβλημα δεν ήταν ούτε άγνωστο ούτε ουδέτερο σε πολιτικό επίπεδο. Αντιθέτως, κατέθεσε ότι οι υπουργοί Αγροτικής Ανάπτυξης κάθε περιόδου ήξεραν για τις πιέσεις και για το θέμα των δεσμευμένων ΑΦΜ, και ότι ειδικά μετά την ανάληψη του χαρτοφυλακίου από τον Λευτέρη Αυγενάκη η πίεση υπέρ συγκεκριμένων προσώπων και φακέλων εντάθηκε. Είπε επίσης ότι συνάντησε τον ίδιο τον Αυγενάκη, ότι του μίλησε για το πρόβλημα και ότι η στάση που πήρε απέναντί της κατέστησε σαφές πως εκείνη ήταν εμπόδιο και όχι σύμμαχος. Παράλληλα, περιέγραψε την πολιτική διαχείριση της ίδιας ως ελέγκτριας: σύμφωνα με την κατάθεσή της, αντί να ενισχυθεί ο έλεγχος, η ίδια στοχοποιήθηκε εσωτερικά, την είπαν «τρελή» για να την καταστήσουν αναξιόπιστη, της αφαιρέθηκαν κρίσιμες αρμοδιότητες και στο τέλος, με εμπλοκή των υπουργών Κώστα Τσιάρα και Γιώργου Φλωρίδη, δρομολογήθηκε η απόσπασή της εκτός αντικειμένου, μέχρι και στο εξωτερικό, ώστε – όπως λέει – να πάψει να «σκαλίζει» τα δεσμευμένα ΑΦΜ. Στο αφήγημά της αυτό δεν είναι διοικητική μετακίνηση, είναι απόπειρα εξουδετέρωσης μάρτυρα. Αυτό είναι η πρώτη όψη του σχήματος: κύκλωμα μέσα στον οργανισμό, πίεση για πληρωμές σε δεσμευμένα ΑΦΜ, προσωπικές απειλές και πολιτική ανοχή ή και κάλυψη, με τελικό βήμα την απομάκρυνση της υπαλλήλου που το αποκάλυπτε.
Η δεύτερη όψη έρχεται από τον Γιάννη Καϊμακάμη, αντιπρόεδρο του ΟΠΕΚΕΠΕ τουλάχιστον μέχρι σήμερα - πριν από λίγο δηλαδή - αφού την ώρα που γράφονταν αυτές οι γραμμές ο ίδιος έστειλε επιστολή παραίτησης του. Δουλειά - αν μπορούμε να το πούμε έτσι - πάντως πρόλαβε κι έκανε ή μάλλον όρισε το πλαίσιο. Ο Καϊμακάμης μπήκε στην Εξεταστική σε πολύ δύσκολη θέση: μίλησε στην εξεταστική ως νυν διοίκηση, άρα η κατάθεσή του πρακτικά χτίζει τη γραμμή άμυνας του οργανισμού και της κυβέρνησης. Η δική του αφήγηση ήταν πολύ πιο αποστειρωμένη. Είπε ότι ο ΟΠΕΚΕΠΕ συνεργάζεται πλήρως με τις αρχές. Ότι όταν μπήκε η Ευρωπαία Εισαγγελέας για έρευνες και κατασχέσεις δεδομένων, δεν υπήρξε παρεμπόδιση, αντιθέτως – είπε – οι υπάλληλοι έμειναν «μέχρι τις τέσσερις το πρωί» για να παραδώσουν στοιχεία. Είπε επίσης πως ο οργανισμός κάνει «ελέγχους νυχθημερόν», ότι οι αγρότες θα πληρωθούν κανονικά και ότι τα χρήματα που δόθηκαν παράτυπα «θα ανακτηθούν». Με άλλα λόγια, παρουσίασε την εικόνα ενός οργανισμού που λειτουργεί, που αυτοκαθαρίζεται και που δεν χρειάζεται πολιτικό σοκ για να βάλει τάξη. Όμως ακριβώς εκεί αρχίζουν τα κενά. Όταν ρωτήθηκε για παρεμβάσεις υπουργών στις πληρωμές, ο Καϊμακάμης είπε ότι ο ίδιος δεν έχει δει. Όταν ρωτήθηκε αν αντιλήφθηκε ύπαρξη «κυκλώματος» μέσα στον οργανισμό, κράτησε αποστάσεις: αναγνώρισε ότι υπάρχουν παρατυπίες και ελεγκτικά ελλείμματα, αλλά δεν υιοθέτησε τη γλώσσα «μαφία» ή «παράκεντρο πληρωμών». Και όταν έφτασε το ερώτημα για την κρίσιμη νύχτα της Ευρωπαίας Εισαγγελέως, ο ίδιος παραδέχτηκε ότι δεν ήταν παρών, άρα όσα λέει τα λέει «από ενημέρωση» και όχι ως αυτόπτης. Αυτό είναι σημαντικό, διότι η μία αφήγηση λέει «όλα δόθηκαν διάφανα», ενώ η άλλη – της Τυχεροπούλου – περιγράφει τη δική της εσωτερική αντιμετώπιση ως επιχείρηση φίμωσης πριν καν φτάσει η υπόθεση στην Ευρώπη. Ο Καϊμακάμης λοιπόν κάνει κάτι κρίσιμο πολιτικά: κόβει την ευθεία σύνδεση του κυκλώματος με την εκάστοτε πολιτική ηγεσία. Δεν λέει «δεν υπάρχει πρόβλημα». Λέει «υπάρχει πρόβλημα, το λύνουμε, και δεν είναι πολιτικό, είναι τεχνικό». Αυτό είναι η σημερινή θεσμική γραμμή άμυνας.
Αυτή τη γραμμή όμως τη διαλύει – σε μεγάλο βαθμό – η κατάθεση του Παύλου Σατολιά, προέδρου της Εθνικής Ένωσης Αγροτικών Συνεταιρισμών (ΕΘΕΑΣ). Ο Σατολιάς δεν είναι υπάλληλος του ΟΠΕΚΕΠΕ, δεν είναι πολιτικός στέλεχος, δεν είναι αντιπολίτευση. Είναι ο άνθρωπος που συνομιλεί θεσμικά, ως αγροτικός χώρος, με το υπουργείο και τον ΟΠΕΚΕΠΕ. Στην κατάθεσή του, ο Σατολιάς είπε χωρίς περιστροφές ότι «για μένα αυτό είναι σκάνδαλο» και ότι δεν μιλάμε για μεμονωμένα περιστατικά αλλά για συντεταγμένη ιστορία με συμμετοχή αξιωματούχων και στελεχών του ΟΠΕΚΕΠΕ, ΚΥΔ που «φούσκωναν» δηλώσεις και ωφελούμενους που δεν είχαν πραγματική παραγωγή. Περιέγραψε ότι έχουμε ανθρώπους που εμφανίζονται ως παραγωγοί χωρίς να είναι, που δηλώνουν τεράστια ζωικά κοπάδια ή εκτάσεις στην Κρήτη και αλλού, και παρ' όλα αυτά πληρώνονται. Και εκεί είπε την ατάκα που έχει μείνει: «Ο Τάσος πληρώνει. Όχι ο οργανισμός». Διευκρίνισε ότι μιλά για τον Τάσο Γαργαλάκο. Αυτό πρακτικά σημαίνει ότι η εικόνα που είχαν οι ίδιοι οι συνεταιριστές όταν πήγαιναν στο υπουργείο να ρωτήσουν «πότε θα πληρωθούν οι άνθρωποί μας;» δεν ήταν ότι υπάρχει μια θεσμική διαδικασία, με υπογραφή προέδρου, αντιπροέδρου, διεύθυνσης ελέγχου και μετά εντολή πληρωμής. Η απάντηση που – όπως κατέθεσε – έπαιρναν ήταν ότι «πληρώνει ο Τάσος», σαν να υπάρχει ένας άτυπος ταμίας που αποφασίζει τι ξεκλειδώνει και τι όχι. Άρα ο Σατολιάς δεν περιγράφει μόνο αδιαφάνεια. Περιγράφει παραθεσμική ιεραρχία. Περιγράφει ότι η ισχύς για το ποιος παίρνει λεφτά από τον ΟΠΕΚΕΠΕ είχε προσωποποιηθεί σε έναν συγκεκριμένο άνθρωπο και στον τεχνικό βραχίονα που διαχειριζόταν τα πληροφοριακά συστήματα και τις ροές των πληρωμών. Αυτή η μαρτυρία είναι το πιο χοντρό χτύπημα μέχρι τώρα στο αφήγημα Καϊμακάμη ότι «δεν είδα πολιτική παρέμβαση». Γιατί εδώ δεν μιλάμε για εσωτερική διαφωνία υπαλλήλων. Μιλάμε για το ότι μέχρι και ο θεσμικός συνομιλητής των παραγωγών αντιλαμβανόταν ότι η επίσημη δομή πληρωμών είχε αντικατασταθεί από έναν ανεπίσημο άνθρωπο-κόμβο. Και μάλιστα ο Σατολιάς είπε και κάτι ακόμη πιο βαρύ: ότι έχει ενημερώσει προσωπικά τον πρωθυπουργό για αυτά από το 2021, του έδειξε μάλιστα συγκεκριμένο ΑΦΜ που είχε πάρει 50.000 ευρώ «χωρίς να δικαιούται», και ότι επανήλθε και τέλη 2024 – αρχές 2025 και είπε ξανά, «αυτό που γίνεται είναι σκάνδαλο». Με αυτό ο Σατολιάς σπάει εντελώς τη γραμμή «η πολιτική ηγεσία δεν ήξερε». Εδώ έχουμε μάρτυρα που λέει, εγώ το είπα στον πρωθυπουργό. Αν ισχύει, η υπόθεση σταματά να είναι υπηρεσιακή και γίνεται πλέον κεντρικά πολιτική.
Από την άλλη πλευρά έχουμε την κατάθεση του Γρηγόρη Βάρρα, πρώην προέδρου του ΟΠΕΚΕΠΕ, η οποία λειτουργεί σαν γέφυρα ανάμεσα σε αυτά που λέει η Τυχεροπούλου μέσα από τα έγκατα του ελέγχου και σε αυτά που λέει ο Σατολιάς απ' έξω από τη σκοπιά του αγροτικού κόσμου. Ο Βάρρας περιέγραψε πως ενώ ήταν πρόεδρος του ΟΠΕΚΕΠΕ δεχόταν, όπως είπε, πιέσεις να υπογράφει πληρωμές που θεωρούσε παράνομες ή τουλάχιστον παντελώς επισφαλείς. Ονόμασε αυτό που αποκάλεσε «δίδυμο» εκτός θεσμικής ιεραρχίας, που είχε επιρροή στο ποιος πληρώνεται. Μίλησε συγκεκριμένα για ανθρώπους που συνδέονται με τον τεχνολογικό και τραπεζικό βραχίονα των πληρωμών του ΟΠΕΚΕΠΕ – εδώ η αντιπολίτευση έχει αναφερθεί ονομαστικά και σε εταιρείες τεχνικής υποστήριξης και σε πρόσωπα όπως ο Τάσος Γαργαλάκος – και είπε ότι αυτοί λειτουργούσαν σαν παράλληλο κέντρο αποφάσεων. Ο Βάρρας δεν το άφησε εκεί. Είπε ότι όταν εκείνος άρχισε να «ξεκαρφώνει ανομίες», όπως το διατύπωσε, τότε ο τότε υπουργός Αγροτικής Ανάπτυξης Μάκης Βορίδης ζήτησε την παραίτησή του. Στην αρχική του περιγραφή αυτό ακούγεται σαν σκληρό πολιτικό επεισόδιο: ο υπουργός βγάζει από τη μέση τον πρόεδρο του οργανισμού που δεν υπογράφει πληρωμές. Αργότερα ο Βάρρας προσπάθησε να το μαλακώσει μιλώντας για «βελούδινο διαζύγιο», αλλά η ουσία έχει γραφτεί: ότι κατά την άποψή του, η πολιτική ηγεσία δεν ήθελε πρόεδρο που να μπλοκάρει πληρωμές. Αυτή η κατάθεση είναι τεράστια γιατί πρακτικά λέει ότι το παραθεσμικό κέντρο πληρωμών – «ο Τάσος πληρώνει» όπως είπε ο Σατολιάς – δεν ήταν κάτι άγνωστο στο υπουργείο. Ήταν αντικείμενο σύγκρουσης σε επίπεδο προέδρου και υπουργού. Και αυτό, αν συνδυαστεί με το ότι ο Βάρρας δηλώνει ότι μέχρι τότε είχε στενή σχέση με το Μέγαρο Μαξίμου, αλλά «δεν είχε ενημερώσει τον πρωθυπουργό», φτιάχνει ένα οριακά απίστευτο πολιτικό αφήγημα: ή ο πρόεδρος κρατούσε μόνος του ένα τόσο μεγάλο σκάνδαλο χωρίς να ενημερώσει το πρωθυπουργικό κέντρο (πράγμα που δεν είναι πιστευτό για τους αντιπάλους της κυβέρνησης), ή στην πραγματικότητα το Μαξίμου είχε εικόνα και τώρα επιχειρείται να κοπεί ο «αφαλός επικοινωνίας» εκ των υστέρων για να μη φαίνεται κεντρική γνώση.
Τεχνικά, δηλαδή σε επίπεδο διαδικασιών και στοιχείων, οι καταθέσεις της Αριστέας Βολιτάκη και της Αθανασίας Ρέππα (διευθύντριας Τεχνικών Ελέγχων) παίζουν ρόλο γιατί απαντούν στο ερώτημα: μιλάμε για εξαίρεση ή για σύστημα. Η Βολιτάκη μίλησε για τους φακέλους «με τα εκατομμύρια ζώα» στην Κρήτη, περιγράφοντας ότι υπήρχαν δηλώσεις ζωικού κεφαλαίου σε κλίμακα που δεν στέκει – κοπάδια υπερμεγέθη σε χαρτί, που δεν είχαν ποτέ ουσιαστικά ελεγχθεί. Η Ρέππα, πιο θεσμικά προσεκτική, παραδέχτηκε ότι ο ΟΠΕΚΕΠΕ είχε και έχει τεράστια τρύπα στους ελέγχους, ότι οι διαδικασίες δεν είναι θωρακισμένες για να ξεχωρίζουν το λάθος από την απάτη, και ότι αυτά τα «παράθυρα» πρέπει να κλείσουν. Αυτό είναι πολιτικά εκρηκτικό διότι επιβεβαιώνει το τεχνικό κομμάτι της αφήγησης της Τυχεροπούλου: ναι, περνούσαν πληρωμές χωρίς ουσιαστικό έλεγχο για το αν υπάρχει πραγματική παραγωγή πίσω από τα χαρτιά. Και δεν μιλάμε για μία δυο περιπτώσεις. Μιλάμε για δομικό φαινόμενο. Η Ρέππα δεν χρησιμοποιεί τη λέξη «κύκλωμα», λέει όμως ουσιαστικά ότι το σύστημα είναι διάτρητο και ότι κάποιοι το αξιοποίησαν. Άρα, χωρίς να το λένε με τους ίδιους πολιτικούς τόνους, οι υπηρεσιακές καταθέσεις Ρέππα και Βολιτάκη επιβεβαιώνουν ότι το «παράθυρο» που περιγράφει η Τυχεροπούλου – αυτό που εκμεταλλεύονταν τύποι σαν τον Ξυλούρη για να απαιτούν πληρωμές – υπάρχει πραγματικά και είναι μεγάλο.
Αν ενώσουμε όλα τα παραπάνω και το πούμε καθαρά, προκύπτει ένα τετραώροφο αφήγημα. Μια, χτισμένη στη διαχρονική μας μοίρα, "πολυκατοικία της διαπλοκής". Πάμε λοιπόν να πάρουμε το ασανσέρ για ένα προς ένα τα πατώματα. Πρώτος όροφος: υπηρεσιακός μηχανισμός. Η Τυχεροπούλου, η Ρέππα και η Βολιτάκη περιγράφουν έναν οργανισμό στον οποίο οι έλεγχοι ήταν διάτρητοι, οι δηλώσεις για ζώα και εκτάσεις φούσκωναν χωρίς πραγματική παραγωγή πίσω τους και τα δεσμευμένα ΑΦΜ ξεμπλοκάρονταν με πιέσεις. Δεν είναι «γραφειοκρατικό λάθος». Είναι αρρύθμιστη κάνουλα δημόσιου χρήματος. Δεύτερος όροφος: παραθεσμικό κέντρο πληρωμών. Εδώ μπαίνουν οι καταθέσεις Βάρρα και Σατολιά. Ο Βάρρας λέει ότι υπήρχαν εξωθεσμικοί παράγοντες – τους περιγράφει σαν δίδυμο ανθρώπων συνδεδεμένων με τον τεχνικό χειρισμό των πληρωμών – που του υπαγόρευαν ποιον να πληρώσει και προσπάθησαν να τον απομακρύνουν όταν δεν υπέγραψε. Ο Σατολιάς δίνει όνομα και φράση: «ο Τάσος πληρώνει. Όχι ο οργανισμός», κατονομάζοντας τον Τάσο Γαργαλάκο ως τον άνθρωπο που φερόταν, μέσα στα ίδια τα υπουργικά γραφεία, σαν ο πραγματικός διαχειριστής του ποιος παίρνει λεφτά. Τρίτος όροφος: πολιτική γνώση. Η Τυχεροπούλου λέει ότι υπουργοί – ονομαστικά ο Λευτέρης Αυγενάκης – ήξεραν, ότι υπήρξαν πολιτικές πιέσεις υπέρ συγκεκριμένων ωφελούμενων (όπως ο Ξυλούρης) και ότι όταν εκείνη αντιστάθηκε επιχειρήθηκε η απομάκρυνσή της με υπογραφές υπουργών όπως ο Κώστας Τσιάρας και τελικά ο Γιώργος Φλωρίδης. Ο Βάρρας λέει ότι ο Μάκης Βορίδης ζήτησε την παραίτησή του όταν εκείνος σταμάτησε πληρωμές που θεωρούσε ύποπτες, άρα το υπουργικό χέρι μπήκε κατευθείαν στον οργανισμό. Και ο Σατολιάς δηλώνει ότι είχε ενημερώσει δύο φορές τον ίδιο τον πρωθυπουργό για την ύπαρξη αυτής της «φάμπρικας», ήδη από το 2021 και ξανά στο τέλος του 2024 – αρχές του 2025. Τέταρτος όροφος: πολιτική διαχείριση σήμερα. Ο Γιάννης Καϊμακάμης, ως τωρινός αντιπρόεδρος, προσπαθεί να κρατήσει τη ζημιά στο τεχνικό επίπεδο. Λέει «γίνονται έλεγχοι, συνεργαζόμαστε με την Ευρωπαία Εισαγγελέα, θα ανακτήσουμε τα χρήματα, δεν είδα πολιτικές παρεμβάσεις». Αυτή είναι η τωρινή άμυνα: ότι υπήρχαν παραβάτες, αλλά όχι πολιτικό κέντρο εξουσίας που το οργάνωσε. Ότι το παραθεσμικό κύκλωμα, αν υπήρξε, ήταν «παρασιτικό», όχι «επίσημο».
Το ερώτημα που μένει τώρα, και που είναι ανοιχτό αλλά για πρώτη φορά φαίνεται να έχει συγκεκριμένη κατεύθυνση, είναι αν αυτό το παραθεσμικό κέντρο πληρωμών – αυτό το «ο Τάσος πληρώνει» – ήταν ένα δίκτυο αυθαιρετούντων τεχνοκρατών και τοπικών παραγόντων που λυμαίνονταν τα κονδύλια πίσω από την πλάτη της πολιτικής ηγεσίας, ή αν ήταν ένα άτυπο εργαλείο πολιτικού ελέγχου της ροής κοινοτικού χρήματος, με σκοπό να διατηρούνται πελατειακές ισορροπίες σε περιοχές-κλειδιά και να χτίζονται σχέσεις εξάρτησης με συγκεκριμένους αγροτοπαραγοντισμούς. Εκεί ακριβώς παίζεται τώρα η υπόθεση και εκεί θα παιχτεί και η συνέχεια. Γιατί αν αποδειχθεί το πρώτο, τότε η κυβέρνηση θα επιχειρήσει να το παρουσιάσει ως «συμμορία τεχνοκρατών» που ήδη έχει παραδοθεί στη Δικαιοσύνη. Αν όμως αρχίσει να στοιχειοθετείται και εγγράφως το δεύτερο, τότε μιλάμε για κάτι που ανεβαίνει ένα επίπεδο πάνω από τη διαφθορά στον ΟΠΕΚΕΠΕ και γίνεται υπόθεση πολιτικής ευθύνης στο ανώτατο κυβερνητικό επίπεδο, με ό,τι αυτό συνεπάγεται ποινικά αλλά και κοινοβουλευτικά. Σε αυτό το σημείο μπαίνει η πρόθεση της αντιπολίτευσης να καλέσει όχι μόνο τους πρώην υπουργούς Αγροτικής Ανάπτυξης – τον Μάκη Βορίδη, τον Σπήλιο Λιβανό, τον Γιώργο Γεωργαντά και τον Λευτέρη Αυγενάκη – αλλά και τον Κώστα Τσιάρα που φέρεται να διαχειρίστηκε την υπόθεση της απόσπασης της Τυχεροπούλου, καθώς και τον Γιώργο Φλωρίδη που τελικά υπέγραψε. Και πέρα από αυτούς, έχει ήδη διατυπωθεί δημόσια αίτημα να κληθεί στην Εξεταστική μέχρι και ο πρωθυπουργός. Εδώ τελειώνει κάθε προσποίηση ότι πρόκειται για «τεχνικό ζήτημα πληρωμών» και μπαίνουμε στο επίπεδο όπου η Βουλή εξετάζει αν η κυβέρνηση γνώριζε και ανέχτηκε ένα παράκεντρο διανομής κοινοτικών ενισχύσεων, το οποίο σύμφωνα με τις μαρτυρίες πίεζε υπαλλήλους, διόρθωνε δεσμευμένα ΑΦΜ κατά παραγγελία και τελικά έλεγε χωρίς ντροπή «ο Τάσος πληρώνει, όχι ο οργανισμός».
Κ. Καραγιάννης

