Ισπανία: Πενήντα χρόνια μετά τον Φράνκο, οι μάχες της μνήμης και το νόημα της Δημοκρατίας

Κάθε Μεταπολίτευση και η μοίρα της
Σε κάθε κοινωνία που βγήκε από μια δικτατορία, οι επέτειοι δεν λειτουργούν ποτέ απλώς ως στιγμές μνήμης αλλά ως καθρέφτες του παρόντος. Λίγες μέρες πριν από τη δική μας επέτειο του Πολυτεχνείου, όπου κάθε χρόνο επανέρχονται τα ερωτήματα για το «σε ποιον ανήκει» η εξέγερση, ποιοι δικαιούνται να μιλούν στο όνομα της Δημοκρατίας και ποιο περιεχόμενο αποκτούν σήμερα τα ιστορικά συνθήματα, γίνεται ακόμη πιο εμφανές ότι η μνήμη δεν είναι ουδέτερο πεδίο. Είναι χώρος διεκδίκησης, σύγκρουσης και αναμέτρησης με το παρόν, όχι μόνο με το παρελθόν. Η ιστορία δεν επιστρέφει απλώς ως ανάμνηση, αλλά ως πολιτικό διακύβευμα που επανανοηματοδοτείται κάθε φορά από νέες κοινωνικές και πολιτικές συνθήκες.
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο, όσα συμβαίνουν σήμερα στην Ισπανία με αφορμή τα πενήντα χρόνια από το τέλος της δικτατορίας του Φράνκο αποκτούν ιδιαίτερη σημασία και για εμάς. Οι «μάχες της μνήμης» που εξελίσσονται εκεί δεν αφορούν μόνο το ισπανικό παρελθόν, αλλά φωτίζουν ένα ευρύτερο, σχεδόν παγκόσμιο ερώτημα: πώς οι κοινωνίες διαχειρίζονται τις δημοκρατικές τους αφετηρίες, ποιοι ορίζουν το αφήγημά τους και πώς η Ιστορία μετατρέπεται, ξανά και ξανά, σε εργαλείο του παρόντος.
Οι επετειακές χρονιές σπάνια λειτουργούν απλώς ως ουδέτεροι σταθμοί μνήμης. Συνήθως μετατρέπονται σε πεδία έντασης, όπου συγκρούονται διαφορετικές αναγνώσεις του παρελθόντος και, κυρίως, διαφορετικές διεκδικήσεις για το παρόν. Στην Ισπανία, τα πενήντα χρόνια από το τέλος της δικτατορίας του Φρανθίσκο Φράνκο και την απαρχή της δημοκρατικής μετάβασης αναδεικνύουν με ιδιαίτερη οξύτητα αυτή τη «μάχη της μνήμης». Κράτος, πολιτικά κόμματα, κοινωνικές οργανώσεις και μέσα ενημέρωσης συμμετέχουν σε μια σύνθετη αντιπαράθεση γύρω από το τι ακριβώς σημαίνει σήμερα η Δημοκρατία, πώς αφηγούμαστε τη Μεταπολίτευση και ποια ιστορικά τραύματα παραμένουν ανοιχτά.
Η επίσημη κρατική αφήγηση επιχειρεί να τονίσει τη δημοκρατική τομή ως συλλογικό επίτευγμα και ως θεμέλιο της σύγχρονης Ισπανίας. Συνθήματα όπως «España en libertad» πλαισιώνουν μια σειρά εκδηλώσεων που προβάλλουν την έξοδο από τη δικτατορία ως ιστορική κατάκτηση ειρήνης, δικαιωμάτων και ευρωπαϊκού προσανατολισμού. Το κεντρικό αφήγημα εστιάζει στη σταδιακή, διαπραγματευμένη μετάβαση, στην αποφυγή ενός νέου εμφυλιακού διχασμού και στη συνταγματική κατοχύρωση των ελευθεριών. Σε αυτή την οπτική, η Δημοκρατία παρουσιάζεται ως κοινός τόπος, πέρα από ιδεολογικές διαφοροποιήσεις, ένα κεκτημένο που προστατεύεται μέσα από τη θεσμική σταθερότητα.
Παράλληλα, όμως, ισχυρές κοινωνικές και πολιτικές φωνές αμφισβητούν την εικόνα μιας «ομαλής» και πλήρως ολοκληρωμένης μετάβασης. Το αίτημα για ιστορική δικαιοσύνη, για αναγνώριση των θυμάτων της φρανκικής καταστολής και για ουσιαστική αποκατάσταση της μνήμης επανέρχεται με ένταση. Νόμοι περί ιστορικής μνήμης, η εκταφή μαζικών τάφων, η αποκαθήλωση συμβόλων της δικτατορίας και η μεταφορά της σορού του ίδιου του Φράνκο από το Μαυσωλείο της Κοιλάδας των Πεσόντων υπενθυμίζουν ότι το παρελθόν δεν έχει κλείσει οριστικά. Για πολλούς, η δημοκρατία δεν είναι απλώς ένα θεσμικό καθεστώς αλλά μια ανοιχτή διαδικασία ηθικής και πολιτικής αποκατάστασης.
Η αντιπαράθεση οξύνεται καθώς μέρος του πολιτικού φάσματος αντιμετωπίζει αυτές τις πρωτοβουλίες ως «αναμόχλευση» του παρελθόντος και ως εργαλειοποίηση της Ιστορίας για σύγχρονους κομματικούς σκοπούς. Από αυτή την πλευρά, προβάλλεται η ιδέα μιας «συμφωνίας λήθης» που, κατά την άποψη τους, εξασφάλισε την ειρηνική μετάβαση και προστάτευσε τη χώρα από νέους διχασμούς. Η μνήμη, σε αυτή την ανάγνωση, πρέπει να παραμείνει περιορισμένη στο πεδίο της προσωπικής και οικογενειακής ιστορίας και όχι να μετατρέπεται σε πολιτικό διακύβευμα. Έτσι, η επέτειος μετατρέπεται σε πεδίο σύγκρουσης ανάμεσα σε όσους τη βλέπουν ως αφορμή εμβάθυνσης της δημοκρατίας και σε όσους τη θεωρούν απειλή για την κοινωνική ισορροπία.
Ιδιαίτερη βαρύτητα αποκτά και η επιστροφή μιας ρητορικής που αμφισβητεί ευθέως βασικές πτυχές της μεταπολιτευτικής συναίνεσης. Η ενίσχυση της Ακροδεξιάς και η προσπάθεια επανανοηματοδότησης της φρανκικής περιόδου, άλλοτε έμμεσα και άλλοτε πιο απροκάλυπτα, δημιουργούν ένα νέο πλαίσιο αντιπαράθεσης. Δεν πρόκειται απλώς για ιστορικό αναθεωρητισμό αλλά για μια πολιτική παρέμβαση στο παρόν, η οποίαη οποία επιχειρεί να απονομιμοποιήσει το αντιφασιστικό υπόβαθρο της σύγχρονης Ισπανίας και να προτείνει ένα διαφορετικό αξιακό σύστημα. Η «μάχη της μνήμης» γίνεται έτσι και μάχη για το νόημα της ίδιας της Δημοκρατίας.
Μέσα σε αυτό το φορτισμένο τοπίο, η δημόσια συζήτηση κινείται συχνά ανάμεσα στην τελετουργική εξύμνηση και τη σφοδρή αντιπαράθεση. Ωστόσο, πίσω από τα συνθήματα και τους ανταγωνιστικούς λόγους, αναδεικνύονται βαθύτερα ερωτήματα που αφορούν κάθε ώριμη δημοκρατία. Πόσο παρόν πρέπει να είναι το τραυματικό παρελθόν στον δημόσιο λόγο; Ποια είναι τα όρια ανάμεσα στη μνήμη και στην πολιτική εργαλειοποίηση; Πώς μπορεί να συνυπάρξει η ανάγκη για δικαιοσύνη με την ανάγκη για κοινωνική συνοχή; Η ισπανική εμπειρία δείχνει ότι αυτές οι ερωτήσεις δεν έχουν εύκολες απαντήσεις και ότι η ισορροπία ανάμεσά τους είναι διαρκώς υπό διαπραγμάτευση.
Το αφήγημα της Δημοκρατίας στο σήμερα δεν οικοδομείται μόνο πάνω στην ιστορική ανάμνηση της πτώσης της δικτατορίας, αλλά και πάνω στις σύγχρονες κοινωνικές εντάσεις, τις οικονομικές ανισότητες, το μεταναστευτικό, την κρίση εκπροσώπησης και τη δοκιμασία των θεσμών. Για τις νεότερες γενιές, που δεν έχουν βιωματική σχέση με τον Φρανκισμό, η Δημοκρατία δεν ταυτίζεται αυτονόητα με την έξοδο από τη δικτατορία, αλλά αξιολογείται κυρίως με βάση τις σημερινές της επιδόσεις. Αυτό δημιουργεί ένα επιπλέον ρήγμα στη δημόσια μνήμη, ανάμεσα σε όσους βλέπουν την επέτειο ως ιστορικό καθήκον και σε όσους τη βιώνουν ως κάτι μακρινό και εν μέρει αφηρημένο.
Ίσως το πιο ουσιαστικό δίδαγμα αυτής της επετειακής συγκυρίας είναι ότι η μνήμη δεν είναι ποτέ στατική. Δεν πρόκειται για ένα κλειστό αρχείο γεγονότων, αλλά για έναν ζωντανό, συχνά συγκρουσιακό χώρο, μέσα στον οποίο μια κοινωνία επαναδιαπραγματεύεται την ταυτότητά της. Στην Ισπανία, πενήντα χρόνια μετά το τέλος της δικτατορίας, η Δημοκρατία δεν γιορτάζεται απλώς ως παρελθόν κατάκτηση, αλλά δοκιμάζεται ως παρόν αίτημα και ως μελλοντικό στοίχημα. Οι «μάχες της μνήμης» δεν είναι μόνο διαφωνίες για το χθες, αλλά τρόποι με τους οποίους ορίζεται το αύριο.
Μια ανάλυση ή ακόμα και μια μελέτη που επιδιώκει να σταθεί πέρα από συνθηματολογίες και πολεμικές αντιπαραθέσεις οφείλει να αναγνωρίσει αυτή τη διπλή διάσταση. Από τη μία, η Ισπανία οφείλει τη δημοκρατική της σταθερότητα σε μια ιστορική υπέρβαση της βίας και του αυταρχισμού. Από την άλλη, το παρελθόν αυτό δεν έχει ακόμη πλήρως ενσωματωθεί με όρους δικαιοσύνης και κοινής μνήμης. Αν κάτι αναδεικνύει η σημερινή συγκυρία, είναι ότι η Δημοκρατία δεν είναι μόνο κληρονομιά, αλλά και ευθύνη, όχι μόνο θεσμικό πλαίσιο, αλλά και καθημερινή πολιτική πράξη. Σε αυτό το λεπτό ισοζύγιο ανάμεσα στη μνήμη και το παρόν, παίζεται σήμερα ένα ουσιαστικό κομμάτι του ισπανικού δημοκρατικού αφηγήματος.
